- φωστήρ,-ῆρος
- + ὁ N 3 4-0-0-1-4=9 Gn 1,14.16(ter); DnLXX 12,3luminary Gn 1,14; light, splendour 1 Ezr 8,76; neol.Cf. DODD 1954, 139-140; HARL 1986a, 92; SPICQ 1982, 692-693; →MM; NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φωστήρας — ο / φωστήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. μτφ. έξυπνος, τετραπέρατος νεοελλ. μσν. μτφ. πολυμαθής μσν. αρχ. μτφ. βασιλιάς («ὁ φωστήρ τῆς οἰκουμένης», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. αυτός που φωτίζει 2. λαμπρότητα, ακτινοβολία 3. μτφ. θύρα ή παράθυρο από όπου μπαίνει φως … Dictionary of Greek